Χαμηλή η διείσδυση της ιδιωτικής ασφάλισης στα ελληνικά νοικοκυριά
Δευτέρα, 9 Φεβρουαρίου 2015
Σε 900.000, περίπου, υπολογίζονται οι πολίτες που διαθέτουν ιδιωτική ασφάλιση υγείας, αναλαμβάνοντας το κόστος ενός ιδιωτικού ασφαλιστικού προγράμματος που τους εξασφαλίζει επαρκή νοσοκομειακή και εξωνοσοκομειακή κάλυψη.
Πρόκειται για 730.000 ατομικά συμβόλαια, ένα μέρος των οποίων έχει και εξαρτώμενα μέλη, συνήθως ανήλικα τέκνα, ανεβάζοντας τον συνολικό αριθμό των ασφαλισμένων περίπου στις 900.000. Ο αριθμός των πολιτών που διαθέτουν ατομική ιδιωτική ασφάλιση αντιπροσωπεύει λιγότερο από το 10% του συνολικού πληθυσμού της χώρας και θεωρείται ιδιαίτερα χαμηλό σε σχέση με άλλα κράτη της Ευρωπαϊκής Ενωσης, όπου η ιδιωτική ασφάλιση λειτουργεί συμπληρωματικά της κοινωνικής και το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού διαθέτει και ένα ιδιωτικό ασφαλιστήριο.
Η εικόνα σε σχέση με τον αριθμό των ασφαλισμένων στον ιδιωτικό τομέα για καλύψεις υγείας εμφανίζεται βελτιωμένη εάν στα ατομικά συμβόλαια προστεθούν και τα ομαδικά. Πρόκειται για προγράμματα που έχουν περίπου 3.000 εταιρείες για τους εργαζομένους τους και, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της αγοράς, προσθέτουν 750.000 ασφαλισμένους, ανεβάζοντας τον συνολικό αριθμό εκείνων που διαθέτουν ιδιωτική ασφάλιση -είτε μέσω ατομικού είτε μέσω ομαδικού προγράμματος- πάνω από το 1,6 εκατομμύριο πολίτες.
Η χαμηλή διείσδυση της ιδιωτικής ασφάλισης στα ελληνικά νοικοκυριά δεν σημαίνει ότι η δαπάνη για την ιδιωτική υγεία είναι χαμηλή στη χώρα μας. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας, η δαπάνη που καταβάλλει κάποιος για ασφαλιστικά προγράμματα υγείας αντιπροσωπεύει μόλις το 9% των συνολικών χρημάτων που δαπανά ένα νοικοκυριό για να έχει πρόσβαση στις ιδιωτικές καλύψεις. Πρόκειται για τα χρήματα που πληρώνει κάποιος «από την τσέπη του» (out of pocket) -εκτός δηλαδή κάποιου ασφαλιστικού συστήματος- και τα οποία είναι το 91% της συνολικής ιδιωτικής δαπάνης για υγεία. Η συμμετοχή της ιδιωτικής δαπάνης στη χώρα μας αυξήθηκε τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα λόγω της υποχώρησης της δημόσιας δαπάνης, χωρίς ωστόσο το όφελος να το καρπωθεί η ιδιωτική ασφάλιση, που αποτελεί κλάδο με περιορισμένη ζήτηση σε σχέση με τις ανάγκες της κοινωνίας.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της ασφαλιστικής αγοράς, τα ασφάλιστρα του κλάδου υγείας υπολογίζονται στα 625 εκατ. ευρώ και αντιπροσωπεύουν περίπου το ένα τρίτο των ασφαλίστρων του κλάδου ζωής, στον οποίο εγγράφεται σημαντικό μέρος των ασφαλίστρων υγείας. Αυτό, γιατί πολύ συχνά οι καλύψεις υγείας συνοδεύουν ένα ασφαλιστήριο πρόγραμμα ζωής, μια τάση που αλλάζει σταδιακά τα τελευταία χρόνια, καθώς όλο και μεγαλύτερος αριθμός πολιτών καταφεύγει σε ιδιωτικά ασφαλιστικά συμβόλαια για να καλύψει την ανεπάρκεια της δημόσιας υγείας.
Οι αντοχές που επιδεικνύει η ιδιωτική ασφάλιση υγείας σε μια περίοδο κρίσης, όπου τα περισσότερα ασφαλιστικά προϊόντα εμφανίζουν υποχώρηση των πωλήσεών τους, δεν οφείλεται μόνο στην αυξημένη ανάγκη που αφήνει πίσω της το κενό της δημόσιας υγείας. Σημαντικό ρόλο στη συντήρηση δυνάμεων που επιδεικνύει η αγορά, έχει η διάθεση των προγραμμάτων ετήσιας διάρκειας που είναι πολύ πιο φθηνά σε σχέση με παραδοσιακά συμβόλαια υγείας. Πρόκειται για προγράμματα που ανανεώνονται κάθε χρόνο, όπως ένα απλό ασφαλιστήριο αυτοκινήτου, και τα οποία δεν προϋποθέτουν μακροχρόνια δέσμευση.
Ο ετήσιος χαρακτήρας αυτών των προγραμμάτων εξασφαλίζει την πρόσβαση στις υπηρεσίες της ιδιωτικής υγείας με προσιτό ασφάλιστρο, που συνήθως υπολείπεται κατά 30% του κόστους ενός παραδοσιακού προγράμματος με υψηλές καλύψεις. Εν μέσω κρίσης αρκετοί ήταν οι ασφαλισμένοι που επέλεξαν να αλλάξουν τα μακροχρόνια συμβόλαια υγείας, που είχαν από το παρελθόν, με ετησίως ανανεούμενα, προκειμένου να συνεχίσουν να απολαμβάνουν τις υπηρεσίες της ιδιωτικής υγείας έναντι φθηνότερου ασφαλίστρου.
Από την πλευρά τους οι εταιρείες απαλλάσσονται με αυτό τον τρόπο από την υποχρέωση τήρησης υψηλών αποθεμάτων που προϋπέθεταν τα ισόβιας διάρκειας προγράμματα, ανακουφίζοντας τους ισολογισμούς τους.